- ειρμολογικός
- -ή, -ό (Μ εἱρμολογικός, -ή, -όν)1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο ειρμολόγιο2. φρ. «εἱρμολογικὸν μέλος» (ή «ψάλλεται εἱρμολογικῶς»)σύντομης μορφής βυζαντινό μέλος με αυστηρή αντιστοιχία τής μουσικής προς τη μετρική τού κειμένου (φθόγγος προς συλλαβή).
Dictionary of Greek. 2013.